Ακροβολιστές

Ακροβολιστές
Η ονομασία αυτή δόθηκε στα δέκα τάγματα που σχηματίστηκαν τον Μάρτιο του 1833 στο Ναύπλιο, από την Αντιβασιλεία. Συγκροτήθηκαν με περίεργο τρόπο. Η Αντιβασιλεία στηρίχτηκε στα βαυαρικά στρατεύματα και αποφάσισε να διαλύσει τα είκοσι ελαφρά τάγματα των Τακτικών και των Ατάκτων, που είχε συγκροτήσει ο Καποδίστριας. Στις 13 Μαρτίου 1833 δημοσίευσε δύο διατάγματα με τα οποία αποστράτευε όσους είχαν καταταγεί στα έκτακτα στρατεύματα μετά στις 1 Δεκεμβρίου 1831, ενώ οι υπόλοιποι υπαξιωματικοί και στρατιώτες είτε θα δέχονταν να αποστρατευθούν είτε θα δέχονταν την κατάταξή τους στα νέα δέκα τάγματα. Η απόφαση αυτή προκάλεσε τη γενική αγανάκτηση, γιατί το πνεύμα της απόφασης ήταν να καταπνιγεί κάθε τάση ελευθερίας. Ακολούθησε τότε έντονη αντίδραση εναντίον της Αντιβασιλείας, που εκδηλώθηκε με ταραχές.Οι αρχές τις κατέστειλαν με τη βοήθεια των Βαυαρών και έτσι οι Α. μετατράπηκαν σε τάγματα, με εντελώς διαφορετικό προορισμό από τον αρχικό τους. Α. της Ανατολής. Μισθοφορικό σώμα πεζικού που συγκροτήθηκε από τον Ναπολέοντα στις 17 Ιανουαρίου 1802, με τη συγχώνευση της Ελληνικής και της Κοπτικής Λεγεώνας, που είχε οργανώσει στην Αίγυπτο. Έδρα του σώματος ήταν η Μασσαλία και διοικητής του ο Ν. Παπάζογλου με υποδιοικητή τον Γ. Σιδέριο. Το σώμα πολέμησε στη Δαλματία και στην Ανκόνα. Διαλύθηκε το 1814.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φερεντάριοι — οἱ, ΜΑ ακροβολιστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ferentarii «ακροβολιστές»] …   Dictionary of Greek

  • έκδρομος — ἔκδρομος, ο (Α) 1. αυτός που βγαίνει έξω τρέχοντας 2. στον πληθ. οἱ ἔκδρομοι οι στρατιώτες που ξεφεύγουν από τις τάξεις τους και ορμούν στον εχθρό, οι ακροβολιστές …   Dictionary of Greek

  • ακροβολιστικός — ή, ό (Α ἀκροβολιστικός, ή, όν) [ἀκροβολιστής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ακροβολιστές αρχ. 1. αυτός που χρησιμοποιείται για βολή, ως όπλο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀκροβολιστικά όπλα, βλήματα …   Dictionary of Greek

  • αλαμάνος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Νικόλαος. Ναυτικός από την Άνδρο. Υπηρέτησε στα πλοία του καπετάν Ανδρουλή, του Καρακωνσταντή και του Ιωάννη Μακρή. Πήρε μέρος στην επίθεση κατά της τουρκικής ναυαρχίδας, που ανατίναξε ο Κανάρης στη Χίο. Σκοτώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • λεγεώνα — Στρατιωτική μονάδα της ρωμαϊκής εποχής. Η λ. αριθμούσε 300 ιππότες και 3.000 άνδρες πεζικού με αρχηγούς τρεις χιλίαρχους. Καθεμία από τις τρεις αρχικές φυλές (Ραμνήνσης, Τατιήνσης και Λουκερνήσης) προμήθευε το ένα τρίτο αυτής της δύναμης και έναν …   Dictionary of Greek

  • σύντροφος — ο, η / σύντροφος, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. συντρόφισσα Ν, και αττ. τ. ξύντροφος, ον, Α [συντρέφω] (κυρίως σχετικά με πρόγμ. και καταστάσεις) αυτός τον οποίο δεν αποχωρίζεται ή δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιος, ο στενά συνυφασμένος (α. «από τότε που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”